- ἀκατανάγκαστος
- ἀκατανάγκαστοςnot compulsorymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατανάγκαστος — η, ο (Α ἀκατανάγκαστος, ον) [καταναγκάζω] 1. αυτός που δεν είναι αναγκαστικός, που δεν επιβάλλεται με τη βία 2. όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό … Dictionary of Greek
ακατανάγκαστος — η, ο χωρίς καταναγκασμό, με τη θέλησή του: Ό,τι έκαμε το έκαμε ακατανάγκαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταναγκάστως — ἀκατανάγκαστος not compulsory adverbial ἀκατανάγκαστος not compulsory masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανάγκαστον — ἀκατανάγκαστος not compulsory masc/fem acc sg ἀκατανάγκαστος not compulsory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)